- κατοικονομήσειε
- κατοικονομέωmanage wellaor opt act 3rd sgκατοικονομέωmanage wellaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικονομώ — κατοικονομῶ, έω (Α) διαχειρίζομαι καλά, διευθετώ («εἰ δὲ κατοικονομήσειε τὴν περὶ ταῡτα χρείαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκονομῶ «είμαι οικονόμος, τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek